Ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των επιχειρήσεων της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας

ΑΡΘΡΟ

Στο πεδίο της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας (ΚΑΛΟ) η αειφορία θα έπρεπε να έχει πρωταρχική σημασία καθώς δεν νοείται μια άλλη οικονομία αν δεν αναπτύσσει και μια διαφορετική σχέση με το περιβάλλον. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους είτε αναπτύσσοντας δραστηριότητες οι οποίες προωθούν τη βιώσιμη ανάπτυξη είτε με τη συνεκτίμηση των κριτηρίων αειφορίας στην ανάπτυξη οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας.

assorted plastic bottles scattered on ground

Στο πεδίο της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας (ΚΑΛΟ) η αειφορία θα έπρεπε να έχει πρωταρχική σημασία καθώς δεν νοείται μια άλλη οικονομία αν δεν αναπτύσσει και μια διαφορετική σχέση με το περιβάλλον. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους είτε αναπτύσσοντας δραστηριότητες οι οποίες προωθούν τη βιώσιμη ανάπτυξη είτε με τη συνεκτίμηση των κριτηρίων αειφορίας στην ανάπτυξη οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα δραστηριοτήτων στις οποίες εμπλέκονται επιχειρήσεις της ΚΑΛΟ και  έχουν την αειφορία ως πρωταρχικό σκοπό είναι τα ακόλουθα:

  • Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας η οποία συμβάλλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης
  • Η αποκατάσταση, διατήρηση και ανάδειξη περιοχών, οικισμών, τοπίων, που διαθέτουν στοιχεία φυσικής, πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς
  • Η εξοικονόμηση και ορθολογική αξιοποίηση των υδάτινων πόρων
  • Η  παραγωγή ασφαλών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων χωρίς αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων η οποία συμβάλλει στην προστασία της βιοποικιλότητας και στην αειοφορία
  • Η περιβαλλοντικά ορθή διαχείριση των αποβλήτων η οποία προϋποθέτει πρωτίστως την μη παραγωγή τους, και έπονται η μείωση, η επαναχρησιμοποίηση και η ανακύκλωση. Όλες αυτές οι δραστηριότητες σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας μέσω της μείωσης των αρνητικών επιπτώσεων της παραγωγής και της διαχείρισης αποβλήτων, της μείωσης του αντίκτυπου της χρήσης των πόρων και της βελτίωσης της αποδοτικότητάς τους

Στη δεύτερη κατηγορία, μπορούμε να εξετάσουμε ως παράδειγμα τις υπηρεσίες εμπορίου. Η αξιοποίηση τοπικών προϊόντων σημαίνει τοπική παραγωγή και κατανάλωση αλλά και δυνατότητα ελέγχου τοπικών πόρων όπως η ποιότητα του νερού, του αέρα και των λοιπών πρώτων υλών. Έτσι είναι δυνατή και η τοπική διαχείριση των τυχόν αποβλήτων που παράγονται από μια διαδικασία, κάτι που δεν είναι συχνά εφικτό με ορισμένα προϊόντα δίκαιου εμπορίου τα οποία μας έρχονται από άλλες ηπείρους ενώ θα μπορούσαν να παραχθούν τοπικά και να διακινηθούν με μικρότερο αρνητικό περιβαλλοντικό  αντίκτυπο.

Ένα οριζόντιο ζήτημα για όλες τις επιχειρήσεις της ΚΑΛΟ (και όχι μόνο) είναι η συσκευασία. Το πλαστικό έχει πλέον κατακλύσει την καθημερινότητά μας και όμως η μεγάλη αλυσίδα εξόρυξης  – επεξεργασίας – μεταφοράς πρώτης ύλης στη χώρα κατασκευής πλαστικών (π.χ. συσκευασιών) δεν ολοκληρώνεται καθώς. κατόπιν της χρήσης τους, η συλλογή τους και επαναχρησιμοποίηση – ανακύκλωση είναι προβληματική. Η παύση εισαγωγής πλαστικών από την Κίνα στις αρχές του 2018 έκανε παγκοσμίως γνωστό το τεράστιο πρόβλημα στη διαχείριση του υλικού με αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διαμορφώσει σχέδιο δράσης για την κυκλική οικονομία θέτοντας ως στόχο τα πλαστικά υλικά να ολοκληρώνουν τον κύκλο τους εντός Ευρώπης. Καθώς ο πήχης είναι αρκετά υψηλός, έσπευσε να νομοθετήσει και άλλα μέτρα προκειμένου οι ευρωπαϊκές χώρες να μειώσουν την ποσότητα των πλαστικών αποβλήτων που εξακολουθούν να παραγάγουν και να περιορίσουν τις καταστροφικές τους συνέπειες για το περιβάλλον, το κλίμα, την δημόσια υγεία.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, χρειάζεται να αναρωτηθούμε σε ένα εγχείρημα ΚΑΛΟ αν η ευθύνη μας εξαντλείται στην προμήθεια μάρκας καφέ δίκαιου και αλληλέγγυου εμπορίου όταν η χρήση του τελικού προϊόντος γίνεται σε πλαστικό ποτήρι μιας χρήσης. Ή αν εισάγουμε σε έναν καταναλωτικό συνεταιρισμό βιοπλαστική σακούλα ως οικολογική καινοτομία ενώ γνωρίζουμε ότι το βιοπλαστικό απαιτεί χημική επεξεργασία για τη διαχείρισή του η οποία δεν γίνεται στην Ελλάδα. Παρομοίως, η εμπορία αυτοφυών φυτών και άλλων βοτάνων όπως είναι το τσάι του βουνού, η ρίγανη και τα μανιτάρια τα οποία δεν καλλιεργούνται αλλά συλλέγονται παρανόμως από την ελληνική φύση, παρόλο που εξοικειώνει το αγοραστικό κοινό με την ελληνική φύση, δεν αποτελεί ορθή περιβαλλοντική πράξη. 

Ας σταθούμε, λίγο παραπάνω, στη σχέση του τουρισμού υπαίθρου και της προστασίας της βιοποικιλότητας. μπορούμε να αναστοχαστούμε αναφορικά με τον τουρισμό φύσης ή υπαίθρου. Σε αυτό το πλαίσιο, η βιοποικιλότητα έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε αν μπορούμε να προσεγγίσουμε ως τουριστικό προορισμό όλα εκείνα τα είδη χλωρίδας και πανίδας τα οποία αποτελούν πολύτιμο διαγενεακό κεφάλαιο.  Το 2011 ψηφίστηκε ο Νόμος 3937 για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Σύμφωνα με αυτόν, απαγορεύεται υπό όρους η αποκομιδή, συλλογή, κοπή, εκρίζωση, κατοχή, εμπορία, βλάβη, καταστροφή και μεταφορά δειγμάτων ενδημικών ειδών (χλωρίδας – πανίδας). Το Υπουργείο Περιβάλλοντος είναι υπεύθυνο για την κατάρτιση οδηγών αναγνώρισης των κυριότερων ειδών χλωρίδας, πανίδας και άλλων ομάδων οργανισμών τα οποία πρέπει να προστατευτούν. Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι εκείνα τα είδη της βιοποικιλότητας που είναι σπάνια – ενδημικά και σε κατάσταση κινδύνου σύμφωνα με τους Οδηγούς και τους Κόκκινους Καταλόγους (εδώ & εδώ) δεν θα πρέπει να «συνεισφέρουν» ως υπηρεσία τουρισμού ακριβώς για να αποφευχθεί κάθε πιθανή και παράνομη αποκομιδή, συλλογή, κοπή, εκρίζωση, βλάβη, καταστροφή κ.λπ. Η επιτυχία της διατήρησης της βιοποικιλότητας είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Η αξία ενός οργανισμού προκύπτει από τον συνδυασμό της εγγενούς αξίας του ίδιου του οργανισμού, της αξίας του στο πλαίσιο του οικοσυστήματος και της αλληλεπίδρασης του με αυτό. Επομένως, το κίνητρο για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας προκύπτει από την κατανόηση αυτής της αξίας αλλά και των συνεπειών που θα επιφέρει η απώλεια της.

Με άλλα λόγια, η συνεκτίμηση των κριτηρίων αειφορίας αφορά όλες τις επιχειρήσεις της ΚΑΛΟ είτε δραστηριοποιούνται στον τομέα της βιώσιμης ανάπτυξης είτε όχι και απαιτεί τη συνεξέταση όλων των παραμέτρων λειτουργίας τους. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιες είναι  καλές περιβαλλοντικές πρακτικές και να εκτιμούμε τον περιβαλλοντικό μας αντίκτυπο. Ο όρος με  σεβασμό στο περιβάλλον, σημαίνει ότι η συμμόρφωση με ορθές περιβαλλοντικές πρακτικές γίνεται με συνείδηση, δηλαδή ότι οι φορείς γνωρίζουν και κατανοούν τη λειτουργία τους, το περιβάλλον τους, τα συμβαίνοντα γύρω τους και έχουν στο μέτρο του δυνατού μία αίσθηση της θέσης και της σημασίας τους στον κόσμο καθώς και του αντίκτυπου των πράξεών τους.